Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Νίκος Κουρκούλης: «Οταν γνώρισα την επωνυμία αγάπησα την ανωνυμία»


Αν υποθέτεις ότι ο Νίκος Κουρκούλης είναι αρεστός στον κόσμο, δεν κάνεις λάθος. Σε πείθει, μάλιστα, από τα πρώτα πέντε λεπτά της γνωριμίας σας ότι είναι αυτό που βλέπεις: ένα καλό παιδί της επαρχίας που έγινε «επώνυμος» στην Αθήνα. Εκείνος βέβαια έχει άλλο ορισμό για τη δική του ευτυχία...

Αν κρίνεις έναν άντρα από τη χειραψία, τότε ο Νίκος Κουρκούλης δεν θα μπορούσε ποτέ να χαρακτηριστεί φλώρος. Σφίγγει το χέρι και δεν το αφήνει προτού μάθει το όνομά σου και ανταλλάξετε «καλημέρα». Δεν σε εκπλήσσει αυτό, είναι γνωστό ότι δεν είναι απόμακρος. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η Θεσσαλονίκη είναι ένα χωριό σε μεγέθυνση, επειδή όλοι γνωρίζονται. Ισχύει. Λόγου χάρη, κάποιος γνωστός σου σίγουρα έχει υπηρετήσει στον Στρατό μαζί με τον Νίκο Κουρκούλη και η σύζυγός του τυγχάνει να είναι γειτόνισσα.

Θα θυμηθεί (γελώντας) τους είκοσι μήνες που πέρασε όχι απλώς τραγουδώντας στη βραδιά οπλίτη, αλλά και βάφοντας στρατόπεδα, κάνοντας τον οδηγό του διοικητή, τον ταχυδρόμο και τον νοσηλευτή. Επίσης, σε βγάζει από τη δύσκολη θέση να ρωτήσεις περί φημολογίας χωρισμού και προβλημάτων στον γάμο του. Παίρνει ο ίδιος τηλέφωνο την Κέλλυ Κελεκίδου, «για να μιλήσετε για το Κορδελιό». Γιατί κυκλοφορούν φήμες ότι χωρίζετε; «Η γυναίκα μου είναι το άλλο μου μισό. Αλίμονο αν έδινα βάση σε ό,τι γράφεται. Εμένα προσωπικά δεν με ενοχλεί. Ας λένε. Με πειράζει για το παιδί. Δεν σου κρύβω πως αν ο μικρός ήταν λίγο μεγαλύτερος και μπορούσε να αντιληφθεί τι λέγεται για τους γονείς του, θα έκανα μηνύσεις. Η προσωπική μου ζωή δεν είναι είδος προς διαπραγμάτευση. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει καλύτερα από μένα τι γίνεται μέσα στο σπίτι μου», απαντά.

Ο Νίκος Κουρκούλης ομολογεί ότι κάνει ένα επάγγελμα με «πολλή τρέλα». Ο ίδιος μεγάλωσε στις πίστες, τραγουδά από έντεκα χρονών στα πανηγύρια. «Μονόδρομος ήταν το τραγούδι. Ο μπαμπάς μου ήταν μαραγκός, πήγαινα καμιά φορά στο μαγαζί να βοηθάω. Μια φορά μάς έφεραν να τρίψουμε ένα πιάνο, δουλειά το πολύ είκοσι ημερών. Το πήραν οι άνθρωποι τέσσερις μήνες μετά. Αυτοδίδακτος είμαι. Παίζω σχεδόν όλα τα όργανα», λέει και συνεχίζει το νοσταλγικό ταξίδι στο παρελθόν. «Μεγάλωσα στις Καμάρες στην Καβάλα. Παραμυθένια γειτονιά. Με τον γαλατά της και τον μπαρμπα-Κώστα, τον γείτονα απέναντι να παίζει κάθε μέρα κιθάρα στο μπαλκόνι σαν σε χαβανέζικο ρυθμό. Κάναμε σκανταλιές με τα παιδιά και μετά χτυπούσαν τα κουδούνια των μανάδων μας. Εγώ δούλευα από παιδί, με τη δουλειά ωρίμασα, αλλά άργησα να μεγαλώσω. Εφτασα 25 χρονών για να κάτσω ένα Σάββατο σπίτι. Υπέγραφα αυτόγραφα από 15 χρονών. Στην Ξάνθη, στη Δράμα, στην Καβάλα ήμουν φίρμα. Τι σοκ; Την πρώτη φορά που ανέβηκα στην πίστα ένιωσα λες και τραγουδούσα ήδη δέκα χρόνια. Στα 18 πήγα στη Θεσσαλονίκη, ήμουν Καλαμαριώτης χρόνια. Γίναμε μια παρέα με τη Νατάσα (Θεοδωρίδου), τον Αντώνη (Ρέμο), τον Αντρέα Στάμο, τον Δημήτρη Χρυσοχοΐδη.

Τραγουδούσαμε στα “Astra”. Η πρώτη μου δουλειά στη Θεσσαλονίκη ήταν με τη Δέσποινα Βανδή στο “Ceasars”». Θυμάται το ξεκίνημά του και μηχανικά χαμογελάει. «Περνούσαμε καλά», καταλήγει ελαφρώς μελαγχολικός.


Τι άλλαξε με την κάθοδο στην Αθήνα; «Τότε δουλεύαμε και γινόταν στο μαγαζί γλέντι. Δεν μας ένοιαζε το κυνήγι της καριέρας. Βασικά δεν είχαμε δισκογραφικές υποχρεώσεις. Ολοι γνωρίζαμε κρυφά μέσα μας ότι μια μέρα θα γίνουμε γνωστοί. Αλλά δεν τρέχαμε όλη μέρα. Μόλις κατέβηκα στην Αθήνα δεν είχα περιθώριο να σκεφτώ τίποτα. Σχεδόν αφήνεις τον εαυτό σου. Βυθίζεσαι στις απαιτήσεις της καθημερινότητας. Τότε ήταν στα πάνω της η ιδιωτική τηλεόραση, τα περιοδικά έψαχναν πρόσωπα. Και, ναι, τότε πρόδωσα τον εαυτό μου», διηγείται.
Τι εννοεί; «Επεσα στην παγίδα της έπαρσης. Για παραπάνω από ένα χρόνο». Τι τον προσγείωσε; «Αρρώστησα. Εμεινα εκτός. Αρχικά το σοκ ήταν τεράστιο. Ευτυχώς είχα τους γονείς μου δίπλα μου. Με έπεισαν ότι θα περάσει. Το θείο; Ναι, πίστευα από μικρός, παπαδάκι ήμουν και πήγαινα κατηχητικό. Είπα μέσα μου ότι θα περάσει. Και τα κατάφερα. Σταμάτησα το 2001 να δουλεύω. Δεν έκανα απολύτως τίποτα για δύο χρόνια. Αλλά επέστρεψα». Οι άνθρωποι του Νίκου Κουρκούλη μού είχαν πει ότι έχει περίεργη σχέση με το κινητό του. Οταν τον συναντάς, λοιπόν, αντιλαμβάνεσαι ότι δεν σταματά να χτυπά. Ποτέ! Είναι από τους ήχους που μισεί. Ιδανικά, θα ήθελε να κόβει ξύλα στο χωριό της μαμάς του και να είναι μαζί με την οικογένειά του. Δηλώνει απερίφραστα ότι του αρέσει η οικογένεια. «Από μικρός ήμουν το επίκεντρο για τα κορίτσια. Με έβλεπαν σαν λουκουμάκι. Χόρτασα από τις εφήμερες σχέσεις. Καταστάλαξα. Με την Κέλλυ για καιρό το κρύβαμε. Θέλαμε να είμαστε σίγουροι προτού γίνει γνωστό. Το παιδί μας προσπαθούμε να προστατεύσουμε από τα μέσα. Δεν θέλουμε να το εμφανίζουμε. Να φανταστείς πως μόλις τώρα αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι οι γονείς του είναι τραγουδιστές», λέει.

Ο Νίκος Κουρκούλης δεν είναι μπλαζέ. Θα γελάσει όταν θυμηθεί ένα ατύχημα επί σκηνής λέγοντας: «Οταν τραγουδούσα το “Παίζεις με τη φλόγα”, μια φορά πήρα στ’ αλήθεια φωτιά!». Θα σου μιλήσει για τα μπουζούκια με σεβασμό, λέγοντας ότι είναι μίνι εργοστάσια που δίνουν ψωμί σε εκατό και παραπάνω άτομα, «στις οικογένειες που είναι μακριά από τα φώτα». Θα σου αποκαλύψει ότι γράφει σενάρια και θέλει να εκδώσει ένα βιβλίο εκμάθησης μουσικής για παιδιά. Θα πει με νόημα «έχουν δει τα μάτια μου πολλά», εννοώντας τη δουλειά στη νύχτα, ότι το δικό του αγαπημένο κομμάτι είναι «το παραγκωνισμένο “Ερωτικό”». Αν τον ρωτήσεις να σου πει ένα αγαπημένο τραγούδι άλλου καλλιτέχνη, θα αρχίσει να τραγουδά το «Μα το Θεό σ’ αγαπάω, συγχώρα με» και θα σου κλείσει το μάτι.

Κάποτε ο Αντύπας βρέθηκε για έκτακτες εμφανίσεις στην Ξάνθη, στο μαγαζί όπου τραγουδούσε ο Κουρκούλης. «Ο Αντύπας τότε έκανε χαμό με το “Μωρό μου, καλησπέρα”. Μου είχε πει: “Σε βλέπω εσένα, πιτσιρικά, θα γίνεις μεγάλος”», θυμάται ο Νίκος Κουρκούλης. και δεν είχε και άδικο.

protothema.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...